περίπεζος

περίπεζος
-ον, Α
1. περιπέζιος*
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίπεζα
κοσμήματα για τα πόδια, τα περιπέζια*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -πεζος (< πέζα «πόδι»), πρβλ. διά-πεζος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιπέζιος — ον, θηλ. και ία, Α [περίπεζος] 1. αυτός που βρίσκεται ή είναι τοποθετημένος γύρω από το πόδι 2. (κατά τον Ζωναρ.) καταληπτός, κατανοητός 3. μτφ. πολύ χαμηλός, ταπεινός 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιπέζια κοσμήματα τού ποδιού, τα περισφύρια*.… …   Dictionary of Greek

  • περιπεζίδες — ων, αἱ, Α στολίδια τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπεζος + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”